Μνήμες από την Κατοχή

2014-03-18 20:24

Στις 5 Αυγούστου του 1944  έγινε μια μεγάλη επιδρομή των Γερμανών στη Δυτική Φθιώτιδα, η τελευταία  της Κατοχικής περιόδου. Κατά  τη συνήθη τακτική τους οι γερμανικές φάλαγγες, που είχαν έδρα τη Λαμία, ξεκινούσαν πολύ πρωί και πραγματοποιώντας εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Δυτική Φθιώτιδα κατέληγαν στις δυο μεγαλύτερες κωμοπόλεις, τη Μακρακώμη και τη Σπερχειάδα, και νυχτώνοντας επέστρεφαν στη Λαμία. Οι αντάρτικες ομάδες, συνήθως μονάδες του εφεδρικού ΕΛΑΣ, ανέκοπταν την προέλαση των Γερμανών αναπτυσσόμενες στα γύρω υψώματα στις εισόδους των κωμοπόλεων δίνοντας ολιγόωρες και άνισες μάχες. Κύριος σκοπός η καθυστέρηση του εχθρού ώστε να μπορέσουν οι άμαχοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν για ασφάλεια στα γύρω ορεινά.

 

     

Κατά την τελευταία αυτή μεγάλη επιδρομή οι Γερμανοί με μεγάλη και επίλεκτη δύναμη 20.000 ανδρών βάσει οργανωμένου σχεδίου πραγματοποίησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ευρείας κλίμακος, διάρκειας 10 περίπου ημερών, ταυτόχρονα σε όλη σχεδόν τη Δυτική Φθιώτιδα. Από το Καστρί, με πυρά πυροβολικού και όλμους, έσκαψαν κυριολεκτικά τον τόπο. Ο λόχος των ανταρτών που είχε αποστολή την υπεράσπιση της Σπερχειάδας υποχώρησε προς την Άνω Καλλιθέα. Οι κάτοικοι της κωμόπολης είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα κι είχαν ανηφορίσει στο Γουλινά. Οι κατακτητές αποτέλειωσαν ότι είχε απομείνει από την προηγούμενη μεγάλη κι αιματοβαμμένη επιδρομή του Ιουνίου. Κυρίως έκαψαν σοδειές και γεννήματα.

 

Η μεγάλη διάρκεια και σφοδρότητα της επιδρομής ανάγκασαν τις Σπερχειαδίτικες οικογένειες να αναζητήσουν καταφύγιο στα μακρινότερα χωριά: Μάρμαρα, Αργύρια, Κυριακοχώρι, Στάγια κ.λ.π. Να πως περιγράφει τις τραγικές εκείνες  ώρες  ο παλιός Σπερχειαδίτης  και Γραμμενιοξυώτης στην καταγωγή, παιδί τότε,  Κώστας Αθ. Κανέλλος: «…  Εμείς με τον αδελφό του πατέρα μου τον μπαρμπα-Βασίλη πήγαμε στο δάσκαλο Παπανικολάου στα Αργύρια που μας φιλοξένησε λίγες μέρες. Μόλις μάθαμε ότι έφυγαν οι Γερμανοί αμέσως ξεκινήσαμε για τη Σπερχειάδα. Βιαζόμασταν πολύ, προπαντός εμείς οι νεώτεροι, να φτάσουμε στα σπίτια μας γιατί μας περίμεναν οι αγροτικές δουλειές στον κάμπο.   Όμως ανεβαίνοντας το Γουλινά μας περίμενε μια νέα περιπέτεια. Μια ομάδα ανταρτών μας σταμάτησε και μας είπε να γυρίσουμε πίσω γιατί μια μεγάλη πάνοπλη γερμανική φάλαγγα ανηφόριζε προς την ΄Ανω Καλλιθέα. Τώρα δε μπορώ να σας περιγράψω με λόγια την τραγική κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν. Καταμεσήμερο, Αύγουστος μήνας μέσα στη ρεματιά, ζέστη αφόρητη, τα μικρά παιδιά να κλαίνε, γέροι ανήμποροι, κοπάδια γιδοπρόβατα, νηστικοί και διψασμένοι. Πώς να κάνουμε μεταβολή και να γυρίσουμε πίσω; Ο φόβος μας έκανε να πάρουμε πάλι το δρόμο προς τα μακρινά χωριά. Αρκετοί τράβηξαν προς Γραμμένη Οξυά και Αρτοτίνα, κάποιοι στήσαν πρόχειρους καταυλισμούς μέσα στις ρεματιές. Η οικογένειά μου αλλά και πολλοί Σπερχειαδίτες τραβήξαμε για τη Γραμμένη Οξυά. Εμείς εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μας. Οι Γραμμενιοξυώτες φιλοξένησαν με αγάπη φίλους, γνωστούς κι αγνώστους, τα δε ζώα τα άφησαν στο κεφαλάρι του χωριού να βοσκήσουν. Όταν αργότερα γυρίσαμε στη Σπερχειάδα όλοι μιλούσαν γιαυτή τη φιλοξενία. Στο μεταξύ οι Γερμανοί συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους αντάρτες έξω από την Άνω Καλλιθέα και επέστρεψαν άπρακτοι στη Σπερχειάδα.

    

Περίπου στις 20 Αυγούστου, ύστερα από 15 ημέρες φευγάτοι από τα σπίτια μας, ξεκινήσαμε για την πόλη. Φτάνοντας στη Γόριανη αντικρίσαμε μια Σπερχειάδα χωρίς κόκκινο κεραμίδι. Όλα τα σπίτια απ΄ άκρη σ΄ άκρη ήταν καμμένα, όπως επίσης και τα σπαρτά. Η κατάσταση ήταν τραγική, ιδιαίτερα για τις φτωχές και πολυμελείς οικογένειες. Πηγαίναμε προς το χειμώνα, είδη διατροφής δεν υπήρχαν, στέγαση δεν υπήρχε, ούτε και χρήματα. Αναγκάστηκαν οι γονείς μας δίπλα στους καμένους τοίχους   με τσίγκια και σαμακιές από τον κάμπο και με ξύλα κλεμμένα από την Άνω Καλλιθέα να στεριώσουν το νέο τους σπιτικό, ένα δωμάτιο με όλες τις ανέσεις… σαλόνι, κουζίνα και λουτροκαμπινέ. Το νερό το κουβαλούσαμε με τη βαρέλα από τη σούδα. Τη σκεπάζαμε με ένα βρεγμένο ρούχο, ήταν σαν ψυγείο, για να διατηρούμε δροσερό το νερό. Με το νερό μιας βαρέλας έπρεπε να περάσει μια μέρα  η οικογένεια και το χρησιμοποιούσαμε   για όλες τις ανάγκες. Πέρασε πολύς καιρός για να βρούμε το ρυθμό μας…».               

 

                                                                                    

Αναζήτηση στο site